παράδρομος

παράδρομος
-ο / παράδρομος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος
δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο
αρχ.
1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί να περάσει κάποιος
2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράδρομα
διάμεσα διαστήματα.
επίρρ...
παράδρομα
έξω από τον σωστό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράδρομον — παράδρομος that may be run through masc/fem acc sg παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδρόμῳ — παράδρομος that may be run through masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδρομα — παράδρομος that may be run through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παράδρομα — βλ. παράδρομος …   Dictionary of Greek

  • παραδρομάδην — Α επίρρ. παρενθετικά, «εν παρόδω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδρομος + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”